fully | |
gen. | πλήρως |
tracked | |
transp. | ερπυστριοφόρος |
tracking | |
commun. | παρακολούθηση συχνότητας |
commun. transp. | χάραξη ίχνους τροχιάς; χάραξη ανοιχτής τροχιάς; χάραξη πορείας |
IT | ιχνηλάτηση; διαγραφή τροχιάς |
mater.sc. construct. | αυλάκωση |
| |||
πλήρως |
fully: 158 phrases in 28 subjects |