DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
flutter ['flʌtə] n
astronaut., transp. Πτερυγισμός
construct. πάλμωση; ταλάντωση
earth.sc., el. κραδασμοί αυτοδιέγερσης; πτερυγισμός
earth.sc., transp. αεροελαστικές ταλαντώσεις
el. τεττιγισμός; τιτιβισμός
health. δόνηση; τρέμουλο
med. πτερυγίζω πτερύγισα; φτεροκοπώ φτεροκόπησα
flutter: 44 phrases in 7 subjects
Astronautics4
Earth sciences22
Electronics7
General1
Mechanic engineering4
Medical3
Transport3