flight time | |
mech.eng. construct. | χρονικό διάστημα μεταξύ απελευθερώσεως και επενεργείας της πέδης |
under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
flight time: 22 phrases in 5 subjects |
Chemistry | 2 |
Communications | 1 |
General | 2 |
Medical | 2 |
Transport | 15 |