flashing loss | |
met. | συρρίκνωση αμφοτέρων των στοιχείων συγκόλλησης από σύντηξη |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
one | |
gen. | ένα; μία |
component | |
comp., MS | στοιχείο |
| |||
συρρίκνωση αμφοτέρων των στοιχείων συγκόλλησης από σύντηξη; συνολική ανοχή μήκους λόγω τήξεως των άκρων από το τόξο κατά την ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως άκρων δύο εξαρτημάτων |
flashing loss: 3 phrases in 1 subject |
Metallurgy | 3 |