![]() |
financial | |
gen. | οικονομική; οικονομικό; οικονομικός |
Account | |
comp., MS | Λογαριασμός |
account | |
gen. | λογοδοτώ; περιγραφή; αφήγηση; διήγημα |
econ. | λογαριασμός |
accounting | |
econ. | λογιστική |
| |||
οικονομική; οικονομικό; οικονομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
fin; fncl |
financial: 1254 phrases in 37 subjects |