DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
- only individual words found (there may be no translations for some thesaurus entries in the bilingual dictionary)

noun | verb | to phrases
filling ['fɪlɪŋ] n
industr., construct., met. τροφοδοσία
filling ['fɪlɪŋ] v
agric. παρέμβλητος νομέας; πρόσθετος νομέας; ψευδονομέας
chem. στοκάρισμα
coal. ξεμπάζωμα
industr., construct. υφάδι; πληρωτικό υλικό
industr., construct., chem. Xρωματισμός σκαλισμάτων
industr., construct., met. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδότηση
med. έμφραξη; έμφραξις; πλήρωση; σφράγισμα; σφράγισμα δοντιού; πλήρωσις; πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος
met. φόρτιση υψικαμίνου
tech. δοσομέτρηση
transp. γέμισμα; φόρτωση
fill [fɪl] v
gen. πρόνοια; πληρώ
filling up ['fɪlɪŋ] v
agric. συμπλήρωση; παραγέμισμα; απογέμισμα οινοδοχείων
 English thesaurus
filling ['fɪlɪŋ] n
mil., abbr. filg; fill
filling time: 1 phrase in 1 subject
Hobbies and pastimes1