filling | |
chem. | στοκάρισμα |
industr. construct. | υφάδι; πληρωτικό υλικό |
industr. construct. chem. | Xρωματισμός σκαλισμάτων |
industr. construct. met. | τροφοδοσία; τροφοδότηση φούρνου; τροφοδότηση |
med. | έμφραξη; έμφραξις; πλήρωση |
time | |
comp., MS | ώρα |
| |||
τροφοδοσία | |||
| |||
παρέμβλητος νομέας; πρόσθετος νομέας; ψευδονομέας | |||
στοκάρισμα | |||
ξεμπάζωμα | |||
υφάδι; πληρωτικό υλικό | |||
Xρωματισμός σκαλισμάτων | |||
τροφοδότηση φούρνου; τροφοδότηση | |||
έμφραξη; έμφραξις; πλήρωση; σφράγισμα; σφράγισμα δοντιού; πλήρωσις; πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | |||
φόρτιση υψικαμίνου | |||
δοσομέτρηση | |||
γέμισμα; φόρτωση | |||
| |||
πρόνοια; πληρώ | |||
| |||
συμπλήρωση; παραγέμισμα; απογέμισμα οινοδοχείων | |||
English thesaurus | |||
| |||
filg; fill |
filling time: 1 phrase in 1 subject |
Hobbies and pastimes | 1 |