DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
fettle ['fetl] v
met. ομαλοποιώ την επιφάνεια; απομάκρυνση σταγόνων ψευδαργύρου
fettling ['fetlɪŋ] v
industr., construct. βούρτσα από ψάθα για καθάρισμα του χαρτζιού; ξέσμα
industr., construct., chem. απομάκρυνση πηλού από τα άκρα; ξέση; τελική κατεργασία "εν ξηρώ"; φινίρισμα κατά το στέγνωμα
met. διακένωση
met., el. επιδιόρθωση πυρίμαχων τοιχωμάτων; επισκευή πυριμάχων τοιχωμάτων
met., mech.eng. περίκοψη
to fettle ['fetl] v
met., mech.eng. διανοίγω με ήλο
fettle: 7 phrases in 4 subjects
Chemistry2
Industry2
Mechanic engineering1
Metallurgy2