facilities | |
commun. | διευκολύνσεις' ευκολίες' μέσα |
commun. transp. | διευκολύνσεις; εγκαταστάσεις; ευκολίες; μέσα |
facility | |
comp., MS | εγκατάσταση |
to | |
gen. | έως |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
accommodate | |
med. | προσαρμόζω προσάρμοσα |
the | |
gen. | ή |
service | |
econ. | υπηρεσία |
| |||
διευκολύνσεις' ευκολίες' μέσα | |||
διευκολύνσεις; εγκαταστάσεις; ευκολίες; μέσα | |||
| |||
εγκατάσταση (A physical space, such as a room or hall, where a service activity can be performed) | |||
εγκατάσταση |
facilities: 597 phrases in 47 subjects |