DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
facilitation [fə'sɪlɪ'teɪʃ(ə)n] n
crim.law., immigr. υποβοήθηση της παράνομης εισόδου και διαμονής; παροχή βοήθειας για παράνομη είσοδο και διαμονή
med. το αποτέλεσμα το οποίον εγκαταλείπεται επί του νευρικού ιστού διά της διόδο υ του ερεθίσματος; διευκόλυνση; δυναμογονία; δυναμογόνος ενέργεια; ενεργοποίηση; προαγωγή; προώθηση; υποβοήθηση
transp., nautic., avia. διευκόλυνση της αεροπλοϊας
facilitation: 47 phrases in 12 subjects
Agriculture1
Commerce1
Criminal law9
General3
Health care1
Hobbies and pastimes1
Immigration and citizenship10
Law7
Medical1
Obsolete / dated1
Social science1
Transport11