exhaust | |
gen. | εξαντλώ |
commun. | έκδοση εξαντλημένη |
environ. | απάγω |
fish.farm. | εξαντλώ, εξάντληση |
industr. | εξάτμιση |
damper | |
chem. met. | ολισθαίνων καταχωρητήρας; ολισθαίνων ρυθμιστής ροής αέρα κλιβάνου |
| |||
εξαντλώ | |||
έκδοση εξαντλημένη | |||
απάγω | |||
εξάτμιση | |||
εξαγωγή ατμού | |||
| |||
εξαντλώ, εξάντληση |
exhaust: 257 phrases in 23 subjects |