exchange | |
gen. | ανταλλάσσω |
commun. | τηλεφωνικό κέντρο |
offer | |
gen. | προσφορά τιμής σε δημοπρασία; προθυμοποιούμαι; προσφέρω |
comp., MS | προσφορά |
insur. | προσφορά |
| |||
ανταλλάσσω | |||
| |||
τηλεφωνικό κέντρο | |||
ανταλλαγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
ex; exch | |||
stock |
exchange: 1332 phrases in 60 subjects |