examination | |
gen. | τεστ |
econ. | εξετάσεις |
econ. market. | διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση |
forestr. | επιθεώρηση |
med. | εξέταση |
stat. | εκτίμηση; ανάλυση |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
application for | |
law | αίτηση |
declaration of invalidity | |
law | κήρυξη ακυρότητας |
| |||
τεστ | |||
εξετάσεις | |||
διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση | |||
επιθεώρηση | |||
εξέταση | |||
εκτίμηση; ανάλυση | |||
| |||
εξεταστική περίοδος | |||
English thesaurus | |||
| |||
exam | |||
ex |
examination: 288 phrases in 37 subjects |