employee | |
gen. | υπάλληλος; εργαζόμενος |
busin. labor.org. account. | μέλος του προσωπικού που απασχολείται |
empl. | μισθωτός |
lab.law. | μισθωτός εργαζόμενος |
certification | |
agric. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό |
environ. | πιστοποίηση; βεβαίωση; χορήγηση πιστοποιητικού |
| |||
υπάλληλος | |||
| |||
μισθωτοί | |||
| |||
μισθωτός εργαζόμενος | |||
μέλος του προσωπικού που απασχολείται | |||
μισθωτός | |||
μισθωτός εργαζόμενος | |||
English thesaurus | |||
| |||
empl | |||
| |||
E |
employee: 193 phrases in 22 subjects |