electricity | |
el. | φορτίο |
environ. | φορτίο; ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός/ φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω |
the | |
gen. | ή |
farm | |
environ. | αγρόκτημα |
| |||
φορτίο | |||
ηλεκτρισμός/ηλεκτρικό φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα | |||
Ηλεκτρισμός | |||
| |||
ηλεκτρικό φορτίο; ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός |
electricity: 144 phrases in 21 subjects |