electric arc | |
gen. | πύρινο τόξο |
earth.sc. | εκκένωση τόξου |
welder | |
met. | συγκολλητής |
| |||
πύρινο τόξο | |||
εκκένωση τόξου | |||
ηλεκτρική εκκένωση; τόξο; ηλεκτρικό τόξο; βολταοκό τόξο; εκφόρτιση εκκενώσεως |
electric: 2 phrases in 2 subjects |
Earth sciences | 1 |
Transport | 1 |