educational | |
gen. | εκπαιδευτική; εκπαιδευτικό; εκπαιδευτικός |
autonomy | |
econ. | αυτονομία |
health. | ανεξαρτησία λειτουργιών |
IT dat.proc. | αυτόνομης λειτουργίας; λειτουργία κλειστής γραμμής |
| |||
εκπαιδευτική; εκπαιδευτικό; εκπαιδευτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ed; educ |
educational: 179 phrases in 18 subjects |