![]() |
drum | |
commun. | τύμπανο |
cultur. | κάσα; μεγαλοτύμπανο |
fish.farm. | τύμπανο βιντσιού |
industr. construct. met. | οπή καυστήρα; τύμπανο ινοποίησης |
mater.sc. | μικρό βαρέλι |
mech.eng. | τροχαλία-τύμπανο |
transp. nautic. | βαρούλκο |
drums | |
environ. nat.res. fish.farm. | σιαινίδες |
level | |
IT | επίπεδος |
| |||
κάννη όπλου; κάννη | |||
δειγματολήπτης; τύμπανο περιέλιξης; τύμπανο αλωνισμού; αλωνιστής; τύμπανο ανυψωτικού μηχανήματος | |||
τύμπανο | |||
κάσα; μεγαλοτύμπανο | |||
τύμπανο βιντσιού; κύλινδρος βαρούλκου; κύλινδρος βιντσιού; τύμπανο βαρούλκου | |||
δοχείο | |||
οπή καυστήρα; τύμπανο ινοποίησης | |||
μαγνητικό τύμπανο | |||
μικρό βαρέλι; βαρέλι | |||
τροχαλία-τύμπανο | |||
τυμπανική μεμβράνη (membrana tympanica); τυμπανικός υμένας (membrana tympanica); τύμπανο (membrana tympanica); τύμπανο αφτιού (membrana tympanica) | |||
βαρούλκο | |||
| |||
σιαινίδες (Sciaenidae) | |||
μυλοκόπι (Umbrina spp.) | |||
σκιός (Sciaena spp.) | |||
| |||
τυμπανίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
information; tip-off ("I'll give you the drum") |
drum: 398 phrases in 27 subjects |