DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
dressing room ['dresɪŋruːm]
construct. βεστιάριο; ιματιοφυλάκιο
med. δωμάτιο πρώτων βοηθειών; δωμάτιο επιδέσμων
nat.sc., agric. χώρος περαιτέρω επεξεργασίας παραπροϊόντων
dressing rooms
gen. αποδυτήριο