drawing office | |
construct. | αρχιτεκτονικό γραφείο |
manager | |
busin. labor.org. | υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | διοικητικό στέλεχος |
lab.law. | προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων |
| |||
αρχιτεκτονικό γραφείο | |||
αίθουσα σχεδιαστηρίου; σχεδιαστήριο |
drawing office: 2 phrases in 1 subject |
Construction | 2 |