donor | |
gen. | χορηγός βοήθειας; χώρα που χορηγεί χρηματοδοτική βοηθεια |
commun. el. | άτομο δότης; δότης |
plasma | |
med. | πλάσμα; πλάσμα αίματος; μίγμα αίματος με νερό; διαπλαστική ουσία |
| |||
χορηγός βοήθειας; χώρα που χορηγεί χρηματοδοτική βοηθεια | |||
άτομο δότης; δότης | |||
δανειστής; χρηματοδότης |
donor plasma: 1 phrase in 1 subject |
Health care | 1 |