domestic | |
gen. | εγχώρια; εγχώριο; εγχώριος |
appliance | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commer. tech. | οικιακές συσκευές |
earth.sc. mech.eng. | διάταξη |
econ. med. | συσκευή |
el. | ηλεκτρική οικιακή συσκευή |
| |||
εγχώρια; εγχώριο; εγχώριος | |||
English thesaurus | |||
| |||
dom |
domestic: 331 phrases in 37 subjects |