distal | |
med. | άπω; περιφερικός; αφιστάμενος της μέσης γραμμής; ακραίος |
pancreatectomy | |
med. | παγκρεατεκτομή; παγκρεατεκτομία; αφαίρεση παγκρέατος |
| |||
άπω; περιφερικός (distalis); αφιστάμενος της μέσης γραμμής (distalis); ακραίος (distalis) |
distal: 31 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 1 |
Fish farming pisciculture | 1 |
Medical | 28 |
Natural sciences | 1 |