discrete | |
med. | διακεκριμένος |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο |
method | |
environ. | μέθοδος |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete: 74 phrases in 15 subjects |