disability | |
law pharma. transp. | μειονεξία |
med. | ανικανότητα |
social.sc. health. | αναπηρία; ανεπάρκεια |
evaluation | |
dat.proc. | αποτίμηση |
econ. | εκτίμηση |
environ. | αξιολόγηση; αποτίμηση; εκτίμηση |
manual | |
gen. | χειροκίνητη |
| |||
μειονεξία | |||
ανικανότητα | |||
αναπηρία; ανεπάρκεια | |||
ανικανότητα,αναπηρία |
disability: 80 phrases in 17 subjects |