digital | |
gen. | ψηφιακή; ψηφιακό |
comp., MS | ψηφιακός |
IT | ψηφιακός |
IT tech. | αριθμητικός |
stabilizer | |
agric. | σταθεροποιητικό μέτρο |
med. | σταθεροποιητής |
transp. nautic. fish.farm. | σύστημα απόσβεσης διατοιχισμού; αντιδιατοιχιστική εγκατάσταση |
| |||
ψηφιακή; ψηφιακό | |||
ψηφιακός (In computing, a characteristic of data that is represented as binary digits (zeros and ones)) | |||
ψηφιακός | |||
αριθμητικός | |||
δακτυλικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
d | |||
dig; digi; digtl |
digital: 953 phrases in 31 subjects |