cut out | |
mech.eng. | διακοπή; παύση |
cut-out | |
chem. el. | βαλβίδα διακοπής λόγω πίεσης |
commun. el. | ασφάλεια; ασφάλεια τήξης |
el. | διάταξη διακοπής ηλεκτρικού κυκλώματος ασφαλείας |
industr. construct. chem. | Kορδόνι; αλυσσίδα μεταφοράς |
coil | |
met. | ρόλλος |
| |||
βαλβίδα διακοπής λόγω πίεσης | |||
ασφάλεια; ασφάλεια τήξης | |||
διάταξη διακοπής ηλεκτρικού κυκλώματος ασφαλείας | |||
Kορδόνι; αλυσσίδα μεταφοράς | |||
αποσύνδεσις; απόζευξις; διακοπή | |||
διακόπτης αποκοπής | |||
| |||
διακοπή; παύση | |||
English thesaurus | |||
| |||
leave (It is late. I have to cut out.) |
cut-out: 94 phrases in 14 subjects |