cut off | |
commun. | να αποκλεισθεί |
met. | αφαιρώ διά της κοπής |
cut-off | |
agric. industr. | κοπή |
astronaut. transp. | κράτηση κινητήρα από έλλειψη καυσίμου |
construct. | διάφραγμα |
earth.sc. geophys. | κανάλι αποκοπής |
el. | σκιάδα; αποκοπή |
industr. construct. met. | κόψιμο με ψαλίδι |
nat.sc. agric. | λίμνη αποκοπής |
nozzle | |
mech.eng. | διάταξη όδευσης και διανομής ροής |
| |||
κοπή | |||
κράτηση κινητήρα από έλλειψη καυσίμου | |||
ξακρίσματα; περικόμματα | |||
διάφραγμα | |||
κανάλι αποκοπής | |||
σκιάδα; αποκοπή | |||
κόψιμο με ψαλίδι | |||
λίμνη αποκοπής | |||
διακοπή τροφοδοσίας | |||
τέλος της καύσης του προωστικού μέσου | |||
| |||
να αποκλεισθεί | |||
αποσυνδέω; διακόπτω | |||
φινίρω το πέλος του υφάσματος | |||
| |||
αφαιρώ διά της κοπής | |||
διακοπή | |||
English thesaurus | |||
| |||
co |
cut-off: 211 phrases in 25 subjects |