| |||
αποκλεισθέν ζώο; αγελάδα υπαγόμενη στην αναμόρφωση; ξυλεία υπολειμμάτων πρίσεως | |||
Αναγωγή | |||
θανάτωση; σφαγή | |||
απόρριμμα; κοπίδι; σκάρτο | |||
ξεδιαλέγω; απορρίπτω | |||
| |||
εξυγιαντική υλοτομία | |||
σφαγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
select from a large quantity (Val_Ships) |
cull: 13 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 10 |
Animal husbandry | 1 |
Finances | 1 |
Health care | 1 |