DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
crushing strength
el. αντοχή στη σύνθλιψη; αντοχή εγκάρσιας κρούσης
mater.sc. αντίσταση στη θλίψη
mater.sc., construct. αντοχή σε σύνθλιψη
tech. αντοχή στη συμπίεση; αντοχή σε συμπίεση
transp. θλιπτική αντοχή
crush strength
el. αντοχή εγκάρσιας κρούσης; αντοχή στη σύνθλιψη
crushing strength: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Industry1