DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
crude glycerol derived from the residues of soap-making
chem. γλυκερίνη ακάθαρτος εξ αλκαλικού ρύματος προερχομένη εκ κατεργασίας των απονέρων της σαπωνοποιΐας