crankshaft | |
industr. | στροφαλοφόρος άξονας |
point | |
environ. | σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή |
hobby agric. | αιχμή του αγκιστριού |
industr. construct. | βελονάκι; βελόνα |
| |||
στροφαλοφόρος άξονας |
crankshaft: 14 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 13 |
Metallurgy | 1 |