cradle | |
commun. | στήριγμα ακουστικού |
comp., MS | τοποθετώ στη βάση |
construct. | βάσις στηρίξεως; αιωρούμενο ικρίωμα; κρεμαστή σκαλωσιά |
med. | μικρή κλίνη |
met. | καλάθι |
transp. | βάθρο; λίκνο |
switch | |
comp., MS | εναλλαγή |
| |||
βάση (A hardware device used to connect a portable device to a desktop computer. When the device is in the cradle, data can be synchronized between the device and the computer) | |||
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος; κούνια | |||
έδραση; βάση | |||
| |||
καλαθάκι για το σερβίρισμα των εμφιαλωμένων οίνων | |||
εγκαρσία ράβδος | |||
στήριγμα ακουστικού | |||
τοποθετώ στη βάση (To place a mobile device in a cradle to connect to a desktop computer) | |||
βάσις στηρίξεως; αιωρούμενο ικρίωμα; κρεμαστή σκαλωσιά | |||
εργαλειοφορείο | |||
μικρή κλίνη | |||
καλάθι | |||
βάθρο; λίκνο; υποδοχή | |||
λίκνο καθέλκυσης; ναυπηγική κλίνη | |||
English thesaurus | |||
| |||
PANIER-VERSEUR |
cradle: 45 phrases in 13 subjects |
Agriculture | 2 |
Communications | 5 |
Construction | 5 |
Electronics | 2 |
Environment | 2 |
Information technology | 1 |
Life sciences | 1 |
Mechanic engineering | 6 |
Medical | 4 |
Metallurgy | 1 |
Municipal planning | 1 |
Technology | 5 |
Transport | 10 |