coupe | |
forestr. | υλοτόμηση |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
| |||
υλοτόμηση | |||
| |||
επιβατική άμαξα; κουπέ | |||
English thesaurus | |||
| |||
Cpe/cpe | |||
Spelled Pronunciation koop (добавить произношение skatya) |