| |||
μετατροπέας | |||
προσαρμογέας μέσων | |||
μετατροπέας (Any device that changes electrical signals or computer data from one form to another. For example, an analog-to-digital converter translates analog signals to digital signals) | |||
μετασχηματιστής | |||
μεταποιητής | |||
μηχανή κοπής καλωδίου συνεχών ινών σε ίσα μεγέθη | |||
μετατροπέας δεδομένων | |||
μεταλλάκτης; μεταλλακτήρας | |||
στρόμβος | |||
αντιδραστήρας μετατροπής | |||
ανορθωτής | |||
| |||
μετατροπείς | |||
English thesaurus | |||
| |||
cv |
converter: 316 phrases in 21 subjects |