control rod motion | |
gen. | κίνησις ράβδου ρυθμίσεως |
speed | |
gen. | επιταχύνω; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
fin. | ταχύτητα προπληρωμής |
forestr. | γρανάζι μετάδοσης κίνησης |
law econ. IT | επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας |
med. | ταχύτητα |
| |||
κίνησις ράβδου ρυθμίσεως |
control rod motion: 2 phrases in 1 subject |
General | 2 |