contraceptive | |
med. | αντισυλληπτικό; αντισυλληπτικό χάπι; αντισυλληπτικός παράγοντας; αντισυλληπτικός |
user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
| |||
αντισυλληπτικό; αντισυλληπτικό χάπι; αντισυλληπτικός παράγοντας | |||
| |||
αντισυλληπτικά | |||
| |||
αντισυλληπτικός |
contraceptive: 18 phrases in 4 subjects |
Health care | 1 |
Medical | 15 |
Pharmacy and pharmacology | 1 |
Social science | 1 |