| |||
ισοϋψής; περίγραμμα | |||
| |||
να χαραχθεί το περίγραμμα | |||
| |||
άροση κατά τας ισοϋψείς; χάραξη ισοϋψών καμπυλών; καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες | |||
διαμόρφωση του οδόντος | |||
English thesaurus | |||
| |||
contour line | |||
| |||
comet nucleus tour | |||
| |||
సమోన్నత |
contour: 181 phrases in 24 subjects |