construction | |
account. | κατασκευές |
construct. | οικοδόμηση και δημοτικά-κοινοτικά έργα; οικοδόμηση; οικοδομική βιομηχανία; οικοδομική δραστηριότητα |
in | |
gen. | μέσα; σε |
single | |
gen. | άγαμος; μοναδική |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
| |||
κατασκευές | |||
οικοδόμηση και δημοτικά-κοινοτικά έργα; οικοδόμηση; οικοδομική βιομηχανία; οικοδομική δραστηριότητα | |||
κατασκευή | |||
English thesaurus | |||
| |||
constr. (Vosoni) | |||
cons; const | |||
| |||
C |
construction: 411 phrases in 37 subjects |