constituent | |
med. | συστατικό |
phys.sc. | συνιστώσα |
object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
| |||
συστατικό | |||
συνιστώσα | |||
συστατικό μέρος; συστατικό στοιχείο |
constituent: 63 phrases in 17 subjects |