Conference call | |
commun. | πολλαπλή συνδιάλεξη' κλήση διάσκεψης' κλήση συνδιάσκεψης |
conference call | |
gen. | διάσκεψη μέσω τηλεφώνου |
commun. | κλήση διάσκεψης |
commun. IT | εγκύκλιος επικοινωνία; επικοινωνία διάσκεψης; τηλεδιάσκεψη; τηλεσύσκεψη; τηλεφωνική τηλεσύσκεψη; ηχοδιάσκεψη |
comp., MS | κλήση διάσκεψης |
add-on | |
fin. | πρόσθετο ποσό |
| |||
διάσκεψη μέσω τηλεφώνου | |||
κλήση διάσκεψης | |||
εγκύκλιος επικοινωνία; επικοινωνία διάσκεψης; τηλεδιάσκεψη; τηλεσύσκεψη; τηλεφωνική τηλεσύσκεψη; ηχοδιάσκεψη | |||
κλήση διάσκεψης (A telephone conversation between three or more people) | |||
| |||
υπηρεσία τρίτου συνδιαλεγόμενου | |||
| |||
πολλαπλή συνδιάλεξη' κλήση διάσκεψης' κλήση συνδιάσκεψης | |||
English thesaurus | |||
| |||
cc (Alex Lilo) |
conference call: 11 phrases in 1 subject |
Communications | 11 |