computer-aided design | |
gen. | σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή; σχεδιασμός με χρήση υπολογιστή |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
electrical test | |
IT el. | ηλεκτρολογικός έλεγχος |
| |||
σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή; σχεδιασμός με χρήση υπολογιστή | |||
σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή/βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή | |||
English thesaurus | |||
| |||
CAD/CAM | |||
| |||
CAD | |||
CAD (sometimes seen as CAD/CAM); CAD (CIM) | |||
| |||
CAD |
computer-aided design and: 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |