DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
commuting [kə'mjuːtɪŋ, -t̬ɪŋ] n
transp. κυκλοφορία χρηστών
commuting [kə'mjuːtɪŋ, -t̬ɪŋ] v
econ. παλινδρομική διακίνηση
environ. καθημερινή μετακίνηση προς κι από τον τόπο εργασίας
social.sc., lab.law., transp. παλινδρομική μετακίνηση
transp. μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας
commuting: 9 phrases in 5 subjects
Communications2
Economy1
Environment2
Health care2
Labor law2