commercial | |
gen. | εμπορική; εμπορικό; εμπορικός |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
τηλεοπτική διαφήμιση; διαφημιστικό μήνυμα | |||
| |||
εμπορική; εμπορικό; εμπορικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
cml; com; comm. | |||
com. | |||
coml | |||
| |||
CM spec1 (radio, TV, etc.) | |||
| |||
cc (Alex Lilo) |
commercial: 510 phrases in 43 subjects |