combustion | |
environ. | αποτέφρωση αποβλήτων; αποτέφρωση των απορριμμάτων |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
math. | έλεγχος |
| |||
αποτέφρωση αποβλήτων; αποτέφρωση των απορριμμάτων | |||
καύση | |||
English thesaurus | |||
| |||
comb | |||
| |||
Engineering |
combustion: 207 phrases in 22 subjects |