DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
clamping ['klæmpɪŋ] v
el. συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη; μανδάλωση στάθμης
industr., construct., chem. συγκράτηση; σύσφιξη
IT σφίγγω
med. πίεσις διά λαβίδος για αιμόσταση
met. σύσφιγξη
transp. πάκτωση
clamp [klæmp] v
agric. ταφροειδής σιρός; μπαστέκακν.; ζώστρα ζυγοδόκης; κάτω κουρζέτο καμαριώνκν.; λαβίδα φυτευτικού μηχανισμού; έντροχο
agric., mech.eng. σιδηρόβεργα για σταθεροποίηση του βραχίονα έλξης
construct. κολλάρο σύσφιξης
el. κύκλωμα δέσμευσης
fish.farm. τρίαινα; τρικράνι
forestr. τσιμπίδα
industr. σώμα πηνίου
industr., construct., chem. συγκρατώ; σφίγκω; ιδιοσυσκευή συσφίξεως και ασφαλίσεως από μετατοπίσεις
mater.sc. αναβολέας
mech.eng. χαλινός στερέωσης; εξάρτημα στερέωσης; μέσο συσφίγξεως; μοντάρω; σφιγκτήρας σύσφιξης
med. σφιγκτήρας; πέταλο έκτασης; σφιγκτήρας έκτασης; αναβολέας εκτάσεως; άγκιστρο; οδοντάγρα; συνδετήρας; αρπάγη; λαβίς; πόρπη; σφιγκτήρας με τη μορφή πτερνιστήρα; λαβίδα
met. σφιγκτήρας καλουπιού
transp., el. ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων; κλέμμα σύνδεσης συρμάτων; σύρμα επαφής
to clamp [klæmp] v
agric. αποθηκεύω εις σιλό
el. πακτώνω
 English thesaurus
clamp [klæmp] abbr.
abbr., IT clp
CLAMP [klæmp] abbr.
abbr., avia. closed loop aeronautical management program
abbr., space chemical low-altitude missile, puny
ecol. Citizens Lake Monitoring Program
CLAMPS abbr.
abbr. Challenge, Location, Advancement, Money, Prideor Prestige, Security (The six acceptable reasons for leaving your job if asked why in a fob interview Interex)
clamping: 324 phrases in 18 subjects
Agriculture23
Chemistry12
Communications2
Construction5
Earth sciences14
Electronics18
General1
Industry15
Information technology9
Law1
Life sciences9
Materials science3
Mechanic engineering99
Medical55
Metallurgy24
Technology7
Textile industry1
Transport26