crown | |
agric. | κορυφή; κόμη |
industr. construct. | κορώνα |
industr. construct. met. | θόλος |
life.sc. construct. | πλάτος στέψης |
mech.eng. construct. | στεφάνη με αδάμαντας |
transp. | ανακυρτωματική γραμμή διαδρόμου; ανακύρτωμα διαδρόμου; στέμμα; στεφάνι |
ciliary: 56 phrases in 1 subject |
Medical | 56 |