DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
chopper ['ʧɔpə] n
agric. τσεκούρι-σφυρί; ειδικευμένος δασεργάτης; μηχανή τεμαχισμού
commun. διαμορφωτής; μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος; τσόπερ; κατακόπτης; μετατροπέας σήματος συνεχούς ρεύματος σε παλμικό σήμα εναλλασσομένου ρεύματος; παλμογεννήτρια
commun., IT αυτόματο ψαλίδι
earth.sc., el. κατατμητήρας; τεμαχιστήρας; τσόμπερ
el. κατατμητής; κρυσταλλοτρίοδος χρονικού τεμαχισμού; τρανζίστορ δειγματοληψίας
 English thesaurus
CHOPPER ['ʧɔpə] abbr.
abbr., mil., avia. helicopter
chopper: 105 phrases in 9 subjects
Agriculture46
Chemistry2
Communications7
Earth sciences1
Electronics34
Immigration and citizenship1
Industry4
Mechanic engineering9
Natural sciences1