DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
chelator [kiː'leitə] n
chem. χηλικός συμπλοκοποιητής; χηλικό αντιδραστήριο; χηλικός παράγοντας
med. χηλωτικός παράγοντας; χηλωτής m