character error rate | |
commun. | ποσοστό εσφαλμένων χαρακτήρων |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
ποσοστό εσφαλμένων χαρακτήρων |
character error rate: 3 phrases in 2 subjects |
Communications | 2 |
Electronics | 1 |