cellular | |
commun. IT | κυψελοειδής |
comp., MS | δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό |
med. | κυτταρικός |
production | |
account. | παραγωγή |
coal. met. | ώθησις |
cultur. | σκηνοθεσία; ανέβασμα έργου |
mater.sc. | κατασκευή |
| |||
κυψελοειδής | |||
δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό (A radio network that provides coverage for cellular telephone communications) | |||
κυτταρικός | |||
κυψελωτός; φατνιακός |
cellular: 213 phrases in 19 subjects |